- χναύω
- χναύωnibblepres subj act 1st sgχναύωnibblepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χναύω — Α 1. τρώω με μικρές μπουκιές, τσιμπολογώ («ὡς ἕτοιμά σοι ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἀνθρακιᾱς ἄπο χναύειν», Ευρ.) 2. μέσ. χναύομαι (κατά τον Ησύχ.) «χναύεται περικνίζεται, λαμβάνει». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., το … Dictionary of Greek
χναύει — χναύω nibble pres ind mp 2nd sg χναύω nibble pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχναυον — χναύω nibble imperf ind act 3rd pl χναύω nibble imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χναύειν — χναύω nibble pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χναύεται — χναύω nibble pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χναύομες — χναύω nibble pres ind act 1st pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χναύων — χναύω nibble pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχναύομεν — χναύω nibble imperf ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χνιαρωτέρα — Α (κατά τον Ησύχ.) «χνοω < δεσ>τέρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ., ο οποίος ανήκει πιθ. στην οικογένεια τού ρ. χναύω*. Ωστόσο, παραμένει πιθανό ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ., ενώ το ερμήνευμα θα οδηγούσε σε μία σύνδεση με τον τ. χνοῦς… … Dictionary of Greek
παραχναύω — παρά χναύω nibble pres subj act 1st sg παρά χναύω nibble pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)